- οροθετώ
- (ε) μετ. определять границу, проводить демаркацию границ; межевать; ставить пограничные столбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οροθετώ — οροθετώ, οροθέτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οροθετώ — και οριοθετώ ορ(ι)οθέτησα, ορ(ι)οθετήθηκα, ορ(ι)οθετημένος, καθορίζω τα όρια, τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα: Οροθετήθηκε η αγροτική περιοχή της κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οροθετώ — (ΑΜ ὁροθετῶ, έω) [οροθέτης] 1. προσδιορίζω τα σύνορα, τοποθετώ ορόσημα, θέτω τα όρια μιας περιοχής 2. μτφ. καθορίζω … Dictionary of Greek
διαχαράσσω — (AM διαχαράσσω, Α και ττω) μσν. νεοελλ. 1. χωρίζω τα όρια, οροθετώ 2. διαγράφω, καθορίζω τρόπο ενέργειας αρχ. 1. χωρίζω, διαιρώ 2. σκαλίζω, γλύφω, χαράζω βαθιά 3. γδέρνω 4. ορίζω, καθορίζω 5. γράφω … Dictionary of Greek
οροθέτηση — η τοποθέτηση οροσήμων, προσδιορισμός ορίων, οροθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οροθετώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὁροθέτησις, μαρτυρείται από το 1855 στον Γκ. Γ. Λάτρη] … Dictionary of Greek
οροσημαίνω — τοποθετώ ορόσημα, οροθετώ., καθορίζω τα όρια μιας έκτασης με ορόσημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρος (Ι) + σημαίνω] … Dictionary of Greek
προσαφορίζω — ΜΑ ορίζω και απονέμω επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀφορίζω «ορίζω, οροθετώ»] … Dictionary of Greek
συνδιαχαράττω — Μ χωρίζω τα όρα, οροθετώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαχαράσσω «χωρίζω, διαιρώ, ορίζω»] … Dictionary of Greek
οροθετούμαι — οροθετούμαι, οροθετήθηκα, οροθετημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής